φαγοποτώ

φαγοποτώ
φαγοπότησα, τρώω και πίνω οινοπνευματώδη ποτά, γλεντώ, διασκεδάζω: Φαγοποτούμε δυο ώρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαγοποτώ — Ν [φαγοπότι] 1. τρώγω και πίνω συγχρόνως 2. (κατ* επέκτ.) γλεντώ, ξεφαντώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”